- νυκτηγορία
- νυκτ-ηγορία, ἡ,A nightly speech, debate by night, E.Rh.19 (anap.), Arist.Fr.159, Lib.Decl.26.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτηγορία — νυκτηγορία, ἡ (Α) [νυκτηγορώ] ανακοίνωση ή ομιλία σε νυχτερινή συνάθροιση («τί... κινεῑς στρατιάν; τίν ἔχων νυκτηγορίαν; Ευρ.) … Dictionary of Greek
νυκτηγορίᾳ — νυκτηγορίαι , νυκτηγορία nightly speech fem nom/voc pl νυκτηγορίᾱͅ , νυκτηγορία nightly speech fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτηγορίαν — νυκτηγορίᾱν , νυκτηγορία nightly speech fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)